- σονάρω
- Ν1. είμαι ηχηρός2. παίζω μουσικό όργανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sonare «ηχώ» < λατ. sono «ηχώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σονάρισμα — το, Ν [σονάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σονάρω … Dictionary of Greek